- Ἄρτεμι
- ἌρτεμιςArtemisfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Artemi — Αρτέμι (Greek) Arıdamı (Turkish) … Wikipedia
NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… … Hofmann J. Lexicon universale
Λευκοφρυηνή — Λευκοφρυηνή, ἡ (Α) [Λεύκοφρυς] θεότητα που λατρευόταν στην πόλη Λευκοφρυς τής Μαγνησίας και αργότερα ταυτίστηκε με την Αρτεμι … Dictionary of Greek
αστρατεία — ἀστρατεία, η (Α) [στρατεία] 1. η εξαίρεση από στρατιωτική υπηρεσία 2. η αποφυγή στρατιωτικής υπηρεσίας 3. (για την Άρτεμι) αυτή που αναχαιτίζει εισβολή … Dictionary of Greek
ευπάρθενος — εὐπάρθενος, ον (Α) 1. (για πόλη ή χώρα) αυτός που έχει ωραία κορίτσια, ωραίες παρθένους 2. ωραία κόρη («εὐπάρθενε Δίρκα», Ευρ.) 3. αγνή κόρη («Ἄρτεμι... εὐπάρθενε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρθενος (< παρθένος), πρβλ. αει πάρθενος,… … Dictionary of Greek
θαλύσια — Αρχαία γιορτή προς τιμήν της Δήμητρας, στην αρχή της συγκομιδής. Αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλα προϊόντα της γης, όπως στο κρασί, και τελούνταν θυσίες προς τιμήν του Διονύσου. * * * θαλύσια, τὰ (Α) προσφορά τών πρώτων καρπών τής συγκομιδής προς… … Dictionary of Greek
θυσιάζω — (ΑΜ θυσιάζω) [θυσία] προσφέρω κάτι ως θυσία («ο Αγαμέμνων θυσίασε την Ιφιγένεια στην Άρτεμι») νεοελλ. 1. στερούμαι οικειοθελώς κάτι για χάρη κάποιου άλλου 2. πουλώ τόσο φθηνά σαν να χαρίζω κάτι («πες πως θυσίασα το κτήμα και όχι πως τό πούλησα»)… … Dictionary of Greek
λυσίζωνος — λυσίζωνος, ον (Α) 1. αυτός που λύνει τη ζώνη 2. (για νύφη) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την παρθενική ζώνη στην Άρτεμι 3. (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την πανοπλία, άοπλος 4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λυσίζωνος α) επίκληση τής Αρτέμιδος … Dictionary of Greek
νεβεύω — (Α) προσφέρω λατρεία στην Άρτεμι … Dictionary of Greek
ποδορρώη — ἡ, Α (για την Άρτεμι) αυτή που είναι ρωμαλέα, ισχυρή στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε ποδορρώρη] … Dictionary of Greek